- εξελίσσω
- (Α ἐξελίσσω, αττ. τ. ἐξελίττω)με αλλεπάλληλες μεταβολές μετασχηματίζω κάτι («η βιομηχανία εξελίχθηκε ραγδαία»)νεοελλ.μετατρέπομαι, αλλάζω («ἐξελίσσεται σὲ λαμπρὸ ἐπιστήμονα»)αρχ.1. ξετυλίγω, ανοίγω («ἐξελίξας περιβολὰς σφραγισμάτων», Ευρ.)2. ερμηνεύω («σὺ δ' ἐξελίσσεις πῶς θεοῡ θεσπίσματα;», Ευρ.)3. διηγούμαι4. διαγράφω, χαράζω με γρήγορη κίνηση («ἔνθα Νηρῄδων χοροί κάλλιστον ἴχνος ἐξελίσσουσι ποδός», Ευρ.)5. καταδιώκω, κυνηγώ γύρω από κάτι («ὁ δ' έξελίσσων παῑδα κίονος κύκλῳ», Ευρ.)6. περιστρέφομαι7. (για τη σελήνη) συμπληρώνω την περιφορά μου8. (για λαγό) τρέχω κάνοντας ελιγμούς9. αλλάζω δρόμο («ὁ μὲν ἐξελίξας τὸν δρόμον... ἵεται τοῡ πρόσω», Αρρ.)10. (για πλοίο) πλέω με ελιγμούς11. (με αιτ. τοπ.) προχωρώ ή πλέω ακολουθώντας τις φυσικές καμπές τού τόπου12. (ως στρατ. όρος) εκτείνω το μέτωπο τού στρατεύματος, μεταβάλλω οποιαδήποτε πλευρά τής φάλαγγας σε μέτωπο13. (για στρατό) εκτελώ στρατιωτικές ασκήσεις14. προχωρώ παραταγμένος για μάχη εναντίον τού εχθρού15. απαλλάσσω από την απειλή εχθρικού στρατού.
Dictionary of Greek. 2013.